ψυχογένεση

ψυχογένεση
η, Ν
1. η δημιουργία και εξέλιξη τών ψυχικών λειτουργιών
2. (παλ. τ.) η ψυχογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychogenese (< ψυχή + γένεση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψυχογενετικός — ή, ό, Ν [ψυχογένεση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογένεση 2. το θηλ. ως ουσ. η ψυχογενετική βιολ. η μελέτη τής επίδρασης που ασκεί η γενετική σύνθεση ενός οργανισμού στη συμπεριφορά του, καθώς και τής αλληλεπίδρασης μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”